- τραπεζιτικούς
- η , ό[ν] 1.1) банковский;
τραπεζιτικούςό κεφάλαιο — банковский капитал;
τραπεζιτικούςή πίστη (επιταγή) — банковский кредит (чек);
2) банкирский;τραπεζιτικούςό γραφείο — или τραπεζιτικούς οίκος — банкирская контора;
2. (ο ) банковский служащий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.